Η Γιώτα
Τσιλίκη συμμετέχει στο λογοτεχνικό project 240'' επιλέγοντας τη φωτογραφία της
σελίδας 26 της Διάνας Σεϊτανίδου. Εσύ έστειλες το διήγημά σου; Μάθε πώς.
Έπρεπε να
προλάβει. Τα πόδια πατούσαν το κουρασμένο από τους αιώνες λιθόστρωτο με τη
δύναμη και τη χάρη νεαρού αλόγου. Πήρε δυο πράγματα και βγήκε τρέχοντας. Η
τσάντα ενσωματωμένη πάνω της ακολουθούσε το ρυθμό της αναπνοής της, ζωντανή λες
κι αυτή, καθώς το χαλαρό κορδόνι άφηνε τον αέρα να μπαίνει και να βγαίνει ίδιο
με ανθρωπινή ανάσα.
Έφτασε
ασθμαίνοντας. Ανυπόμονα τα χέρια της ψαχούλευαν το εσωτερικό της τσάντας. Γονάτισε και την άδειασε, πάνω στις πλάκες
του μονοπατιού. Η τσάντα έπεσε παραδίπλα, χωρίς πνοή. Έπιασε το κεφάλι της. Το
βιβλίο έλειπε. Τώρα δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Ο πολύτιμος χρόνος είχε
χαθεί. Κουβάριασε την τσάντα και την πέταξε. Με τα πόδια της κλώτσησε ένα
κραγιόν, ένα ξεδοντιασμένο χτενάκι, ένα στυλό, ένα πακέτο τσίχλες.
Σηκώθηκε
και πλησίασε τη μεταφράστρια.
- Υπάρχει
διαθέσιμο βιβλίο; Να το αγοράσω.
Η
μεταφράστρια σήκωσε το κεφάλι και την κοίταξε. Το παρακλητικό ύφος της κοπέλας,
δεν λύγισε το άτεγκτο βλέμμα της.
-
Λυπάμαι, είπε ξερά. Έχουν εξαντληθεί όλα.
- Ήθελα
να το πάω στον πατέρα μου με αφιέρωση. Είναι ξέρετε στα τελευταία του. Θα του
έδινε μεγάλη χαρά.
Ο
συγγραφέας πλησίασε τη μεταφράστρια και ρώτησε τι συμβαίνει. Χαμογελώντας της
έτεινε το βιβλίο που κρατούσε. Η αγωνία της ήταν τόση που άρπαξε το βιβλίο και
γύρισε να φύγει. Αμέσως γύρισε και υποκλίθηκε ελαφρά βάζοντας το χέρι στο μέρος
της καρδιάς. Ο συγγραφέας της ένευσε να φύγει. Ήξεραν κι οι δύο ότι μπορεί και
να μην προλάβαινε.
Η Γιώτα
Τσιλίκη ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Παρατηρεί το γύρω της κόσμο και
καταγράφει ό,τι αυτός της δίνει. Πιστεύει ότι η κάθε μέρα είναι ένας μοχλός που
ανοίγει τις κρυφές πόρτες αυτού του κόσμου, του Μικρού, του Μέγα. Κάποια
κείμενά της βραβεύτηκαν, κάποια όχι. Κάποια δημοσιεύτηκαν, κάποια όχι. Λέει πως
έτσι γίνεται. Σημασία έχει να υπάρχει ανοιχτός δίαυλος επικοινωνίας.
Δημοσίευση σχολίου